-
1 λαδώνω
μετ.1) смазывать маслом; намасливать; промасливать; 2) пачкать маслом; 3) мазать миром, крестить;4) перен. λαδώνω (τον τροχό) — подмазывать, давать взятку;
5) украсть, стянуть -
2 λαδώνω
λαδώνω ρ. μετβ. κ. αμετβ.помазывать елеем новообращенного в таинстве крещения: -
3 τροχός
ο1) колесо;κινητήριος τροχός — маховое колесо;
2) гончарный круг;3) круг, диск; 4) ист. дыба;§ θα γορίση ο τροχ! — будет и на нашей улице праздник!;
λαδώνω τον τροχο — подмазывать, подкупать кого-л.;
ο πέμπτος τροχός της αμάξης — пятое колесо в телеге
См. также в других словарях:
λαδώνω — λάδωσα, λαδώθηκα, λαδωμένος 1. αλείφω κάτι με λάδι: Πρέπει να λαδώσω την κλειδαριά. 2. μτφ., δωροδοκώ: Λάδωσε το δικαστή για να τον αθωώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek